- καρτερόμαχος
- (Carteromaco). Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου Forteguerra Ιταλών λογίων.
1. Νικόλαος (1674 – 1735). Ιεράρχης και ποιητής. Μετέφρασε σε ελεύθερους στίχους τον Τερέντιο και έγραψε τις Ποιητικές επιστολές.
2. Σκιπίων (1466 – 1515). Λόγιος ελληνιστής. Ο Κ. γνωρίστηκε με πολλούς Έλληνες, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ιταλία λίγο πριν από την Άλωση, από τους οποίους διδάχθηκε την ελληνική γλώσσα. Το 1500 μαζί με τον Άλδο Μανούτιο και τον Ιωάννη Γρηγορόπουλο ίδρυσαν τη Νέαν Ακαδημία. Ο ελληνιστής Λεγκράν (Legrand) ανακοίνωσε τρία επιγράμματά του στην αρχαία ελληνική γλώσσα, το ένα καταχωρημένο στη γραμματική του Λάσκαρη, το άλλο στο λεξικό του Βαρίνου και το τρίτο στην έκδοση εννέα κωμωδιών του Αριστοφάνη, που πραγματοποίησε ο Μ. Μουσούρος.
* * *καρτερόμαχος, -ον (Μ)κρατερός, γενναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αδικό-μαχος, φιλό-μαχος].
Dictionary of Greek. 2013.